17 Ιανουαρίου 2013

Κλοτσάει στα 41 χρόνια του ο Ριβάλντο!


Ο αειθαλής βραζιλιάνος σούπερ σταρ της μπάλας Ριβάλντο συνεχίζει την μακρά πορεία του στα γήπεδα του κόσμου. Παρά τα 41 χρόνια του, ο «Ρίμπο», που κατά το παρελθόν πέρασε και από τα ελληνικά γήπεδα αγωνιζόμενος με τις φανέλες του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη για λογαριασμό της βραζιλιάνικης Σάο Καετάνο.

Ο παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Σελεσάο το 2002 και εκ των κορυφαίων βραζιλιάνων ποδοσφαιριστών των τελευταίων 20 ετών με σπουδαία καριέρα στην Μπαρτσελόνα την πενταετία 1997-2002, όπως γνωστοποίησε μέσω twitter θα συνεχίσει την καριέρα του στην ομάδα του Σάο Πάολο έπειτα από το μονοετές πέρασμα που έκανε από την Καμπουσκόρπ από την Αγκόλα.

Ο Ριβάλντο ευχαρίστησε τον Θεό που σε ηλικία 41 ετών μπορεί να συνεχίζει να αγωνίζεται και συμπλήρωσε ότι «είχα προτάσεις από πολλούς συλλόγους, κάτι που με κάνει ιδιαίτερα υπερήφανο».

Ο πρόεδρος της Σάο Καετάνο, Νάιρο Φερέιρα ντε Σόουζα, τόνισε ότι «η προσθήκη του Ριβάλντο θα δώσει περισσότερη ποιότητα στη μεσαία γραμμή, αφού η τεχνική του κατάρτιση είναι φανταστική. Θα βοηθήσει την ομάδα με την εμπειρία του και τις ηγετικές του ικανότητες».

Ο Ριβάλντο άρχισε την ποδοσφαιρική καριέρα του στη βραζιλιάνικη Σάντα Κρουζ και συνέχισε με τις φανέλες των Μότζι Μιρίμ, Κορίνθιανς και Παλμέιρας. Ευρύτερα γνωστός έγινε στην ισπανική Ντεπορτίβο Λα Κορούνια από την οποία τον απέκτησε η Μπαρτσελόνα, ενώ έπαιξε και στις Μίλαν και Κρουζέιρο, προτού πάρει μεταγραφή για τον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 2004. Μετά τους Ερυθρόλευκους αγωνίστηκε στην ΑΕΚ, πήγε στο Ουζμπεκιστάν όπου φόρεσε τη φανέλα της Μπουνιοντκόρ, επέστρεψε στη Βραζιλία και τις Μότζι Μιρίμ και Σάο Πάολο και εν συνεχεία αγωνίστηκε και στο πρωτάθλημα της Αγκόλας με την Καμπουσκόρπ.

Αριθμεί 74 συμμετοχές με την Εθνικής Βραζιλίας και 34 γκολ και έχει κατακτήσει πέρα από το Μουντιάλ του 2002, ένα Τσάμπιονς Λιγκ (Μίλαν - 2003), ένα πρωτάθλημα Βραζιλίας, δύο Ισπανίας και από τρία Ελλάδας και Ουζμπεκιστάν. Το 1999 αναδείχθηκε ποδοσφαιριστής της χρονιάς και του απονεμήθηκε η «Χρυσή Μπάλα».