2 Αυγούστου 2011

O Μέντορας, τα ελγίνεια και η ένοχη σιωπή

Σε συνέχεια του θέματος από την «Κυθέρεια» που κυκλοφορεί, δημοσιεύω ένα ενδιαφέρον άρθρο για τα ελγίνεια μάρμαρα.
Η καταστροφική λεηλασία του μνημείου άρχισε το 1801. Ο δισδάρης της Ακρόπολης βλέποντας τους λίθους του ναού να κατακρημνίζονται από το 300μελές συνεργείο του Έλγιν και τα θρυμματισμένα κομμάτια μιας μετόπης να διασκορπίζονται, επιχείρησε να ματαιώσει την προσπάθεια των Άγγλων.
Ήταν ανελέητη όμως η ισχύς της προστάτιδας Μεγάλης Δυνάμεως. Κιβώτια άρχισαν να συσκευάζονται και να μεταφέρονται φορτωμένα με τους θεούς των Ελλήνων. Ο Παρθενώνας, το Ερεχθείο, ο Ναός της Απτέρου Νίκης, τα Προπύλαια, όλα λεηλατούνταν.
Τα πρώτα κιβώτια με τα γλυπτά φορτώθηκαν στο ιδιωτικό πλοιάριο του Έλγιν "Μέντωρ", στον Πειραιά, τον Ιανουάριο του 1802. Το πλοίο λίγες μέρες αργότερα ναυάγησε κοντά στον Αβλέμονα, παραμένοντας στον βυθό του Αιγαίου περίπου έναν μήνα. Στον Βρετανό πρόξενο στα Κύθηρα ο Έλγιν θα γράψει: "Τα κιβώτια περιέχουν πέτρες χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη αξία, αλλά είναι για μένα πολύ σημαντικό να τις περισώσω". Οι θεοί των Ελλήνων ταξίδεψαν οριστικά τον Φεβρουάριο του 1803 με το πλοίο Braakel για τη σκοτεινή Γηραιά Αλβιόνα.


Το 1807 τα μάρμαρα του Παρθενώνα εκτέθηκαν για το κοινό στο σπίτι του λόρδου στο Park Lane. Η έκθεση έκλεισε μετά από δύο χρόνια και παρέμεινε προσιτή μόνο σε προνομιούχους επισκέπτες. Οικονομικές δυσπραγίες οδήγησαν τον Έλγιν σε σκέψεις για την οικονομική εκμετάλλευση της συλλογής, με τη μετατροπή του σπιτιού του στο Park Lane σε ιδιωτικό μουσείο και στην καθιέρωση εισιτηρίου για το κοινό. Άλλη σκέψη του ήταν να την κληροδοτήσει στο βρετανικό κράτος.
Στις αρχές του 1810 το Βρετανικό Μουσείο προσέγγισε τον Έλγιν προκειμένου να εξασφαλίσει τη συλλογή.
Τον Ιούνιο του 1816, ύστερα από μια μακροχρόνια συζήτηση με εκτεταμένες και έντονες διαφωνίες, η Βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων ψήφισε ένα διάταγμα: " ο ανωτέρω αναφερόμενος λόρδος συμφώνησε να πουλήσει τα γλυπτά αυτά δια το ποσόν των τριάντα χιλιάδων λιρών, υπό τον όρο ότι όλη η παραπάνω αναφερόμενη συλλογή θα παραμείνει αδιαχώριστη στο Βρετανικό Μουσείο και ανοικτή για επιθεώρηση και θα φέρει την ονομασία "Ελγίνεια Μάρμαρα" και ο ανωτέρω αναφερόμενος λόρδος και κάθε πρόσωπο που θα αποκτά τον τίτλο του λόρδου του Έλγιν θα πρέπει να προστίθεται στους επίτροπους του Βρετανικού Μουσείου".
Κατά την σύνοδο της Βουλής των Κοινοτήτων στις 7 Ιουνίου 1816 ο βουλευτής Hugh Hammerslay κάνει την πρώτη καταγεγραμμένη πρόταση για την επιστροφή των μαρμάρων. Πρότεινε μάλιστα να φυλαχθούν προσεκτικά στο Βρετανικό Μουσείο -μέχρι να ζητηθούν από τους τωρινούς ή τους οποιουσδήποτε κυρίους της πόλης των Αθηνών.
Τα μάρμαρα απετέλεσαν πάλι αντικείμενο διαμάχης σε μια ανταλλαγή απόψεων, οι οποίες δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες το 1890-91 στο περιοδικό του Λονδίνου Nineteenth Century. Στη συζήτηση έλαβε μέρος και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, γράφοντας ότι "η τιμιότης είναι η καλλιτέρα πολιτική και τιμιότης εις την περίπτωση των Ελγινείων Μαρμάρων σημαίνει απόδοσις".
Το θέμα επανήλθε το 1924, όταν ο Harold Nicolson, της Υπηρεσίας Μέσης Ανατολής του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, πρότεινε στην επέτειο της εκατονταετηρίδας από τον θάνατο του Byron στο Μεσολόγγι (19 Απριλίου 1824) να επιστραφεί η μία Καρυάτιδα του Ερεχθείου, την οποία είχε μεταφέρει ο Έλγιν στην Αγγλία.
Τη δεκαετία του 1960 ο Colin Mclnnes με την εκτενή αρθρογραφία του επανέφερε στο προσκήνιο το θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Πρότεινε μάλιστα να γίνει η αρχή με την επιστροφή της Καρυάτιδας και του κίονα από το Ερεχθείο.
Το 1938, κατά τη διάρκεια του καθαρισμού τους, τα μάρμαρα υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές, μετά την λείανσή τους με μεταλλικές βούρτσες!
Η επανόρθωση μάλιστα της ζημιάς επιτεύχθηκε με τη χρήση ενός είδους κεριού αναμεμιγμένου με τέιον, για να δοθεί στα μάρμαρα απόχρωση "λευκού ιριδισμού" όμοια με την αρχική τους την οποία έχει κάθε σπασμένη επιφάνεια λευκού μαρμάρου. Τμήματα μάλιστα των γλυπτών ίσως να σμιλεύτηκαν εκ νέου.
Οι λεπτομέρειες του δεύτερου αυτού βανδαλισμού βρίσκονται ακόμα επτασφράγιστες στα βρετανικά απόρρητα μυστικά έγγραφα και στα ημερολόγια συντήρησης του Βρετανικού Μουσείου, επιτείνοντας, 60 χρόνια αργότερα, την ένοχη σιωπή και την αμηχανία των "υπευθύνων" φορέων του Βρετανικού Μουσείου και του Κοινοβουλίου.